υπεμφαίνω

υπεμφαίνω
ὑπεμφαίνω ΝΑ
φανερώνω με έμμεσο τρόπο, υποδηλώνω, υπαινίσσομαι, υπονοώ
αρχ.
(αμτβ.) (για απόδειξη) είμαι εν μέρει φανερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐμφαίνω «φανερώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καθυπεμφαίνω — (Μ) (επιτατ. τού υπεμφαίνω) υποδεικνύω, υποδηλώνω, φανερώνω κάτι κρυφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπ εμ φαίνω «υποδηλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • παρυπεμφαίνω — Α δείχνω κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὑπεμφαίνω «φανερώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσυπεμφαίνω — Α (συν. το παθ.) προσυπεμφαίνομαι υποδηλώνομαι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπεμφαίνω «υποδηλώνω, αποκαλύπτω»] …   Dictionary of Greek

  • προϋπεμφαίνω — Μ υποδηλώνω, υποδεικνύω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑπεμφαίνω «υποδηλώνω, φανερώνω»] …   Dictionary of Greek

  • υπέμφασις — άσεως, ἡ, Α [ὑπεμφαίνω] υποδήλωση, υπαινιγμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”